- ακληρία
- η (Α ἀκληρία) και ακληριά [ἄκληρος]νεοελλ.1. η ατεκνία2. η φτώχεια, η δυστυχίαμσν.αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμααρχ.η ατυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκληρία — ἀκληρίᾱ , ἀκληρία misfortune fem nom/voc/acc dual ἀκληρίᾱ , ἀκληρία misfortune fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακληρία, η — και ακληριά η και ακλεριά, η η έλλειψη κληρονόμων, η ατεκνία: Εκτός από τη φτώχεια είχαν και τη στενοχώρια της ακληριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκληρίας — ἀκληρίᾱς , ἀκληρία misfortune fem acc pl ἀκληρίᾱς , ἀκληρία misfortune fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκληρίαν — ἀκληρίᾱν , ἀκληρία misfortune fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHRESTOLOGUS — Pertinax Imperator per convitium dictus est, apud Capitolin. c. 13. Omnes, qui libere fabulas conferebant, male Pertinaci loquebantur. Chrestologum cum appellantes, qui bene loqueretur et male saceret. Palatinus Codes Christologum habet, more… … Hofmann J. Lexicon universale
άκληρος — η, ο (Α ἄκληρος, ον) (νεοελλ. και άκλερος, η, ο) νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος 2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε 3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1 αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο… … Dictionary of Greek
ακληρίλα — η [άκληρος] η ακληρία … Dictionary of Greek
ξεκλήρι — το 1. ακληρία 2. ξεκλήρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από ξεκληρίζω (πρβλ. νειδίζω: νείδι)] … Dictionary of Greek
ξεκλήρισμα — και ξακλήρισμα, το [ξεκληρίζω] 1. έλλειψη οικογένειας, ακληρία 2. αφανισμός τής γενιάς κάποιου, γενοκτονία … Dictionary of Greek